- μεσακόθεν
- μεσακόθεν, Adv. (dissim. from Μεσαχόθεν),A in the midst, between, Schwyzer664.7 (Orchom. Arc., iv B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεσακόθεν — (Α) επίρρ. στο μέσο, μεταξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μεσαχόθεν (με ανομοιωτική τροπή τού δασέος χ σε κ προ τού δασέος θ ) < μέσος κατά το πανταχόθεν] … Dictionary of Greek
μέσος — η, ο(ν) (ΑM μέσος, η, ον, Α επικ. τ. μέσσος, βοιωτ. και κρητ. τ. μέττος) 1. (τοπ. και χρον.) αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ακραίων ορίων ή μεταξύ αρχής και τέλους, μεσαίος, κεντρικός, μεσιανός 2. το κεντρικό σημείο πράγματος, το μεσαίο σημείο… … Dictionary of Greek